χοιραδισμός

χοιραδισμός
ο , χοιράδωση [-ις (-εως)] η заболевание золотухой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χοιραδισμός" в других словарях:

  • χοιραδισμός — ο, Ν χοιράδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιράδα + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • χοιραδισμός — ο βλ. χοιράδωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»